Ακμή στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ακμή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
акне, на акне, акнето, пъпки по лицето
Ακμή στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακμή

ακμή στην πλάτη, ακμή στα 40, ακμή συνώνυμο, ακμή κύβου, ακμή προσώπου, ακμή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ακμή στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ακλόνητος στα βουλγαρικά - непоколебим, непоклатима, непоколебима, непоклатими, неразклатена
  • ακμάζω στα βουλγαρικά - разцвет, Блум, Bloom, цъфтят, цъфтеж
  • ακμαίος στα βουλγαρικά - разцвет, цветущ, процъфтяващ, процъфтяваща, процъфтяващата
  • ακοή στα βουλγαρικά - слух, изслушване, изслуша, като изслуша, слуха
Τυχαίες λέξεις
Ακμή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: акне, на акне, акнето, пъпки по лицето