Ακμή στα ουκρανικά
Μετάφραση: ακμή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
верхівка, кульмінація, акне
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακμή
ακμή στην πλάτη, ακμή στα 40, ακμή συνώνυμο, ακμή κύβου, ακμή προσώπου, ακμή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ακμή στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- ακλόνητος στα ουκρανικά - несхитний, міцний, непохитний, стійкий, тривкий, непоколебленним, непоколебленной
- ακμάζω στα ουκρανικά - процвітання, буяти, квітнути, присмак, цвісти, цвітіння, розквіта
- ακμαίος στα ουκρανικά - самодіяльний, енергійний, ввімкнути, активний, процвітаючий, процвітаюче, успішний, ...
- ακοή στα ουκρανικά - заслуховування, слух, слухання, чутка, чутки, чутку
Τυχαίες λέξεις
Ακμή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: верхівка, кульмінація, акне
Μεταφράσεις: верхівка, кульмінація, акне