Ακοινώνητος στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ακοινώνητος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
необщителен, сдържан, необщителни, стеснявам, саможив
Ακοινώνητος στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακοινώνητος

ειμαι ακοινώνητος, ακοινώνητος λεξικο, ακοινώνητος ορισμος, ακοινώνητος συνωνυμο, ακοινώνητος συνωνυμα, ακοινώνητος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ακοινώνητος στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ακμαίος στα βουλγαρικά - разцвет, цветущ, процъфтяващ, процъфтяваща, процъфтяващата
  • ακοή στα βουλγαρικά - слух, изслушване, изслуша, като изслуша, слуха
  • ακολασία στα βουλγαρικά - безнравственост, разпуснатост, сладострастие, разпътство, похотливост
  • ακολουθία στα βουλγαρικά - охрана, набор, свита, антураж, последователност, секвенция, поредица, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακοινώνητος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: необщителен, сдържан, необщителни, стеснявам, саможив