Ακοινώνητος στα δανικά

Μετάφραση: ακοινώνητος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
asocial, unsociable, usociale, asociale, uselskabelig
Ακοινώνητος στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακοινώνητος

ειμαι ακοινώνητος, ακοινώνητος λεξικο, ακοινώνητος ορισμος, ακοινώνητος συνωνυμο, ακοινώνητος συνωνυμα, ακοινώνητος λεξικό γλώσσας δανικά, ακοινώνητος στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ακμαίος στα δανικά - virksom, aktiv, blomstrende, opblomstring, blomstrer, opblomstringen, blomstring
  • ακοή στα δανικά - hørelse, høre, hørt, at høre, have hørt
  • ακολασία στα δανικά - udsvævelser, orgie, tøjlesløshed, liderlighed, umådehold, Tojlesloshed
  • ακολουθία στα δανικά - sekvens, sekvensen, rækkefølge
Τυχαίες λέξεις
Ακοινώνητος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: asocial, unsociable, usociale, asociale, uselskabelig