Ακοινώνητος στα ιταλικά
Μετάφραση: ακοινώνητος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
insocievole, unsociable, asociale, poco socievole, socievole
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακοινώνητος
ειμαι ακοινώνητος, ακοινώνητος λεξικο, ακοινώνητος ορισμος, ακοινώνητος συνωνυμο, ακοινώνητος συνωνυμα, ακοινώνητος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ακοινώνητος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ακμαίος στα ιταλικά - attivo, arzillo, fiorente, fioritura, fiorire, florido, florida
- ακοή στα ιταλικά - udito, sentire, dell'udito, sentendo, ascoltato
- ακολασία στα ιταλικά - licenziosità, libertinaggio, dissolutezza, sfrenatezza, licentiousness
- ακολουθία στα ιταλικά - successivo, seguace, corteo, scortare, discepolo, seguente, accompagnamento, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακοινώνητος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: insocievole, unsociable, asociale, poco socievole, socievole
Μεταφράσεις: insocievole, unsociable, asociale, poco socievole, socievole