Ακοινώνητος στα ολλανδικά
Μετάφραση: ακοινώνητος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongezellig, unsociable, ongebruikelijke, mensenschuw, asociaal
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακοινώνητος
ειμαι ακοινώνητος, ακοινώνητος λεξικο, ακοινώνητος ορισμος, ακοινώνητος συνωνυμο, ακοινώνητος συνωνυμα, ακοινώνητος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ακοινώνητος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ακμαίος στα ολλανδικά - werkzaam, actief, bedrijvig, levendig, werkend, werkdadig, bloeiend, ...
- ακοή στα ολλανδικά - gehoor, horen, het horen, horen van, het horen van
- ακολασία στα ολλανδικά - drinkgelag, uitspatting, orgie, zwelgpartij, losbandigheid, ongebondenheid, ontuchtigheid, ...
- ακολουθία στα ολλανδικά - volgend, vervolging, leden, aanstaand, achtervolging, begeleiding, accompagnement, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακοινώνητος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ongezellig, unsociable, ongebruikelijke, mensenschuw, asociaal
Μεταφράσεις: ongezellig, unsociable, ongebruikelijke, mensenschuw, asociaal