Ακοινώνητος στα ισλανδικά
Μετάφραση: ακοινώνητος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
unsociable
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακοινώνητος
ειμαι ακοινώνητος, ακοινώνητος λεξικο, ακοινώνητος ορισμος, ακοινώνητος συνωνυμο, ακοινώνητος συνωνυμα, ακοινώνητος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ακοινώνητος στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- ακμαίος στα ισλανδικά - starfsamur, blómlegt, blómstra, blómleg
- ακοή στα ισλανδικά - heyrn, heyra, að heyra, heyrt, hafa heyrt
- ακολασία στα ισλανδικά - ólifnaður, saurlífnaður, saurlífi
- ακολουθία στα ισλανδικά - röð, runa, röð sem, röðin, runu
Τυχαίες λέξεις
Ακοινώνητος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: unsociable
Μεταφράσεις: unsociable