Ακοινώνητος στα εσθονικά

Μετάφραση: ακοινώνητος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
seltsimatu, eraklik, eraklikuks, kunnatu, Kõrvale vetäytyvä
Ακοινώνητος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακοινώνητος

ειμαι ακοινώνητος, ακοινώνητος λεξικο, ακοινώνητος ορισμος, ακοινώνητος συνωνυμο, ακοινώνητος συνωνυμα, ακοινώνητος λεξικό γλώσσας εσθονικά, ακοινώνητος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ακμαίος στα εσθονικά - aktiivne, toimekas, õitsev, õitsva, õitsvat, õitsengut, õitseng
  • ακοή στα εσθονικά - kuulmine, kuulamine, istung, kohtuistungil, ärakuulamist, kuulamist, kuulmise
  • ακολασία στα εσθονικά - liiderlikkus, licentiousness, edevuse ja kõlvatuse, edevuse ja kõlvatuse eest
  • ακολουθία στα εσθονικά - komplekt, kaaskond, saatja, eskortima, sviit, järgnev, eskort, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακοινώνητος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: seltsimatu, eraklik, eraklikuks, kunnatu, Kõrvale vetäytyvä