Ακοινώνητος στα σουηδικά
Μετάφραση: ακοινώνητος, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
unsociable, OSÄLLSKAPLIG, osocial
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ακοινώνητος
ειμαι ακοινώνητος, ακοινώνητος λεξικο, ακοινώνητος ορισμος, ακοινώνητος συνωνυμο, ακοινώνητος συνωνυμα, ακοινώνητος λεξικό γλώσσας σουηδικά, ακοινώνητος στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- ακμαίος στα σουηδικά - verksam, aktiv, blomstrande, blomstrar, välmående, blomstra
- ακοή στα σουηδικά - hörsel, höra, hört, att höra
- ακολασία στα σουηδικά - licentiousness, utsvävningar, tygellöshet, lössläppthet, liderlighet
- ακολουθία στα σουηδικά - eskort, eskortera, följande, följe, ledsaga, ackompanjemang, sekvens, ...
Τυχαίες λέξεις
Ακοινώνητος στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: unsociable, OSÄLLSKAPLIG, osocial
Μεταφράσεις: unsociable, OSÄLLSKAPLIG, osocial