Αναβολή στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αναβολή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отлагане, отлагането, отсрочване, забавяне
Αναβολή στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναβολή

αναβολή στράτευσης, αναβολή στρατού, αναβολή για κρείσσονες, αναβολή στην ποινική δίκη, αναβολή για κοινωνικούς λόγους κεπ, αναβολή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αναβολή στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αναβιώνω στα βουλγαρικά - съживявам, съживи, съживяване, се съживи, възроди
  • αναβλύζω στα βουλγαρικά - кладенец, излияние, излияния, поток, струя, избликвам, бликам
  • αναβοσβήνω στα βουλγαρικά - мигам, мига, мигат, примигва, премигва
  • αναγέννηση στα βουλγαρικά - ренесанс, регенерация, регенериране, Възстановяване на, регенерацията, регенерирането
Τυχαίες λέξεις
Αναβολή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: отлагане, отлагането, отсрочване, забавяне