Αναβολή στα δανικά

Μετάφραση: αναβολή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
udsættelse, udskydelse, udsættelsen, udsætte, udsat
Αναβολή στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναβολή

αναβολή στράτευσης, αναβολή στρατού, αναβολή για κρείσσονες, αναβολή στην ποινική δίκη, αναβολή για κοινωνικούς λόγους κεπ, αναβολή λεξικό γλώσσας δανικά, αναβολή στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αναβιώνω στα δανικά - genoplive, at genoplive, puste nyt liv, genoptage, genskabe
  • αναβλύζω στα δανικά - godt, brønd, vel, Gush, vælde, strømme, Gush spille live, ...
  • αναβοσβήνω στα δανικά - blinke, blinker, at blinke
  • αναγέννηση στα δανικά - regenerering, regeneration, revitalisering, restitution, regenereringen
Τυχαίες λέξεις
Αναβολή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: udsættelse, udskydelse, udsættelsen, udsætte, udsat