Αναβολή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αναβολή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
demora, protelação, adiamento, postergação, o adiamento, prorrogação, diferimento
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναβολή
αναβολή στράτευσης, αναβολή στρατού, αναβολή για κρείσσονες, αναβολή στην ποινική δίκη, αναβολή για κοινωνικούς λόγους κεπ, αναβολή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αναβολή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αναβιώνω στα πορτογαλικά - revitalizar, reavivar, ressuscitar, reviver, revive, reanimar
- αναβλύζω στα πορτογαλικά - soldador, cisterna, poço, bom, bem, poços, jorro, ...
- αναβοσβήνω στα πορτογαλικά - piscar, piscará, piscam, pisca, blink
- αναγέννηση στα πορτογαλικά - regeneração, a regeneração, de regeneração, regeneração de, da regeneração
Τυχαίες λέξεις
Αναβολή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: demora, protelação, adiamento, postergação, o adiamento, prorrogação, diferimento
Μεταφράσεις: demora, protelação, adiamento, postergação, o adiamento, prorrogação, diferimento