Αναβολή στα ιταλικά

Μετάφραση: αναβολή, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
rinvio, proroga, dilazione, slittamento, differimento, il rinvio
Αναβολή στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναβολή

αναβολή στράτευσης, αναβολή στρατού, αναβολή για κρείσσονες, αναβολή στην ποινική δίκη, αναβολή για κοινωνικούς λόγους κεπ, αναβολή λεξικό γλώσσας ιταλικά, αναβολή στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αναβιώνω στα ιταλικά - rinascere, risorgere, rianimare, ravvivare, rivivere, rilanciare, far rivivere
  • αναβλύζω στα ιταλικά - bravo, bene, bello, getto, fontana, pozzo, sorgente, ...
  • αναβοσβήνω στα ιταλικά - lampeggiare, lampeggia, lampeggerà, lampeggiano, a lampeggiare
  • αναγέννηση στα ιταλικά - rinascimento, rinascita, rigenerazione, la rigenerazione, di rigenerazione, riqualificazione, recupero
Τυχαίες λέξεις
Αναβολή στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: rinvio, proroga, dilazione, slittamento, differimento, il rinvio