Αναβολή στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: αναβολή, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одложување, одложувањето, одлагањето, одлагање, одложување на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναβολή
αναβολή στράτευσης, αναβολή στρατού, αναβολή για κρείσσονες, αναβολή στην ποινική δίκη, αναβολή για κοινωνικούς λόγους κεπ, αναβολή λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αναβολή στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- αναβιώνω στα σλαβομακεδονικά - оживее, оживеат, заживее, заживување, го оживее
- αναβλύζω στα σλαβομακεδονικά - бунарот, млаз
- αναβοσβήνω στα σλαβομακεδονικά - трепкање, трепкате, трепна, трепкаме, на трепкање
- αναγέννηση στα σλαβομακεδονικά - ренесанса, регенерација, регенерацијата, обнова, Регенерирање, нападот
Τυχαίες λέξεις
Αναβολή στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: одложување, одложувањето, одлагањето, одлагање, одложување на
Μεταφράσεις: одложување, одложувањето, одлагањето, одлагање, одложување на