Αναβολή στα σουηδικά

Μετάφραση: αναβολή, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
uppskov, uppskjutande, senareläggning, skjuta upp, uppskjutandet
Αναβολή στα σουηδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναβολή

αναβολή στράτευσης, αναβολή στρατού, αναβολή για κρείσσονες, αναβολή στην ποινική δίκη, αναβολή για κοινωνικούς λόγους κεπ, αναβολή λεξικό γλώσσας σουηδικά, αναβολή στα σουηδικά

Μεταφράσεις

  • αναβιώνω στα σουηδικά - återuppliva, blåsa nytt liv, uppliva, att återuppliva, blåsa nytt liv i
  • αναβλύζω στα σουηδικά - bra, källa, väl, brunn, god, forsa, gush, ...
  • αναβοσβήνω στα σουηδικά - blinka, glimta, blink, blinkar, att blinka
  • αναγέννηση στα σουηδικά - regenere, regenerering, förnyelse, regenererings, regeneration
Τυχαίες λέξεις
Αναβολή στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: uppskov, uppskjutande, senareläggning, skjuta upp, uppskjutandet