Ανοιχτοχέρης στα βουλγαρικά
Μετάφραση: ανοιχτοχέρης, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
отворена, отворени, отворен, Отворяне форма, открита
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοιχτοχέρης
ανοιχτοχέρης συνώνυμα, ανοιχτοχέρησ συνώνυμο, ανοιχτοχέρης λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ανοιχτοχέρης στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- ανοικτός στα βουλγαρικά - отварям, отворен, отворени, отворено, отворена, открит
- ανοιχτά στα βουλγαρικά - открито, открито да, явно, открито се, откровено
- ανοιχτός στα βουλγαρικά - отворени, отворен, отварям, отворена, отворено, открит
- ανοξείδωτος στα βουλγαρικά - неръждаема, от неръждаема, неръждаеми
Τυχαίες λέξεις
Ανοιχτοχέρης στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: отворена, отворени, отворен, Отворяне форма, открита
Μεταφράσεις: отворена, отворени, отворен, Отворяне форма, открита