Ανοιχτοχέρης στα ιταλικά
Μετάφραση: ανοιχτοχέρης, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
generoso, liberale, open-, aperto, aperta, open, all'aperto
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοιχτοχέρης
ανοιχτοχέρης συνώνυμα, ανοιχτοχέρησ συνώνυμο, ανοιχτοχέρης λεξικό γλώσσας ιταλικά, ανοιχτοχέρης στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ανοικτός στα ιταλικά - esordire, onesto, aprire, aperto, dischiudere, aperta, aperti, ...
- ανοιχτά στα ιταλικά - apertamente, aperta, pubblicamente, apertamente la, francamente
- ανοιχτός στα ιταλικά - esordire, aprire, aperto, dischiudere, aperta, aperti, aperte
- ανοξείδωτος στα ιταλικά - inossidabile, acciaio, inox, in acciaio, di acciaio
Τυχαίες λέξεις
Ανοιχτοχέρης στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: generoso, liberale, open-, aperto, aperta, open, all'aperto
Μεταφράσεις: generoso, liberale, open-, aperto, aperta, open, all'aperto