Ανοιχτοχέρης στα δανικά

Μετάφραση: ανοιχτοχέρης, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
gavmild, open-, åben, open, åbne, åbent
Ανοιχτοχέρης στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοιχτοχέρης

ανοιχτοχέρης συνώνυμα, ανοιχτοχέρησ συνώνυμο, ανοιχτοχέρης λεξικό γλώσσας δανικά, ανοιχτοχέρης στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ανοικτός στα δανικά - åbne, åbent, åben, Åbn, Open
  • ανοιχτά στα δανικά - åbent, åbenlyst, åben, åbent at
  • ανοιχτός στα δανικά - åbne, åbent, åben, Åbn, Open
  • ανοξείδωτος στα δανικά - rustfri, rustfrit, af rustfrit, i rustfrit, rustfrie
Τυχαίες λέξεις
Ανοιχτοχέρης στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: gavmild, open-, åben, open, åbne, åbent