Ανοιχτοχέρης στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ανοιχτοχέρης, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
отворени, отворена, отворен, со отворен, отворено
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοιχτοχέρης
ανοιχτοχέρης συνώνυμα, ανοιχτοχέρησ συνώνυμο, ανοιχτοχέρης λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ανοιχτοχέρης στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ανοικτός στα σλαβομακεδονικά - отворен, отворена, отворено, отворени, софтвер со отворен
- ανοιχτά στα σλαβομακεδονικά - отворено, отворено се, јавно, отворено да, отворено го
- ανοιχτός στα σλαβομακεδονικά - отворен, отворена, отворено, отворени, софтвер со отворен
- ανοξείδωτος στα σλαβομακεδονικά - нерѓосувачки, од нерѓосувачки, не'рѓосувачки, од не'рѓосувачки, челик
Τυχαίες λέξεις
Ανοιχτοχέρης στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: отворени, отворена, отворен, со отворен, отворено
Μεταφράσεις: отворени, отворена, отворен, со отворен, отворено