Ανοιχτοχέρης στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανοιχτοχέρης, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kwistig, goedgeefs, mild, genereus, scheutig, gul, royaal, vrijgevig, vrijgevige, scheutig is
Ανοιχτοχέρης στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοιχτοχέρης

ανοιχτοχέρης συνώνυμα, ανοιχτοχέρησ συνώνυμο, ανοιχτοχέρης λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανοιχτοχέρης στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανοικτός στα ολλανδικά - openlijk, openmaken, open, opendoen, openen, geopend, geopende, ...
  • ανοιχτά στα ολλανδικά - rondweg, ronduit, openlijk, open, openlijk te, openbaar, openheid
  • ανοιχτός στα ολλανδικά - openen, openmaken, opendoen, open, openlijk, geopend, geopende, ...
  • ανοξείδωτος στα ολλανδικά - roestvrij, roestvast, van roestvrij, RVS, roestvrije
Τυχαίες λέξεις
Ανοιχτοχέρης στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kwistig, goedgeefs, mild, genereus, scheutig, gul, royaal, vrijgevig, vrijgevige, scheutig is