Ανοιχτοχέρης στα λιθουανικά
Μετάφραση: ανοιχτοχέρης, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dosnus, Hojny, Szczodry
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανοιχτοχέρης
ανοιχτοχέρης συνώνυμα, ανοιχτοχέρησ συνώνυμο, ανοιχτοχέρης λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ανοιχτοχέρης στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ανοικτός στα λιθουανικά - atviras, atidaryti, atvira, atviro, atviros
- ανοιχτά στα λιθουανικά - atvirai, atviriau, viešai, atviri
- ανοιχτός στα λιθουανικά - atviras, atidaryti, atvira, atviro, atviros
- ανοξείδωτος στα λιθουανικά - nerūdijantis, nerūdijančio, iš nerūdijančio, nerūdijančiojo, stainless
Τυχαίες λέξεις
Ανοιχτοχέρης στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: dosnus, Hojny, Szczodry
Μεταφράσεις: dosnus, Hojny, Szczodry