Ανοιχτοχέρης στα λευκορωσικά

Μετάφραση: ανοιχτοχέρης, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шчодры, шчодра, бясконца шчодры
Ανοιχτοχέρης στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοιχτοχέρης

ανοιχτοχέρης συνώνυμα, ανοιχτοχέρησ συνώνυμο, ανοιχτοχέρης λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ανοιχτοχέρης στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • ανοικτός στα λευκορωσικά - адкрыты, адчыняць, адкрытым, адчыненым, адкрытых
  • ανοιχτά στα λευκορωσικά - адкрыта, адчынена, адкрыты, адкрытае
  • ανοιχτός στα λευκορωσικά - адкрыты, адчыняць, адкрытым, адчыненым, адкрытых
  • ανοξείδωτος στα λευκορωσικά - нержавелы, нержавеючы, нержавеючай, непадуладную, непадуладную часу
Τυχαίες λέξεις
Ανοιχτοχέρης στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: шчодры, шчодра, бясконца шчодры