Αυλόπορτα στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αυλόπορτα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
порта, врата, портата, вратата, врати
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυλόπορτα
αυτόματη αυλόπορτα, σιδερένια αυλόπορτα, αυλόπορτα τιμές, αυλόπορτα συρόμενη δίφυλλη επάλληλη, συρόμενη αυλόπορτα, αυλόπορτα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αυλόπορτα στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αυλητής στα βουλγαρικά - флейтист, гайдар, свирач, Пайпър, Piper, на Пайпър
- αυλικός στα βουλγαρικά - придворен, царедворец, дворянин, кавалер
- αυλός στα βουλγαρικά - флейта, тръба, флейтата, свирката, свирка, на свирката
- αυνανισμός στα βουλγαρικά - мастурбация, онанизъм, маструбация, мастурбацията, мастурбирането
Τυχαίες λέξεις
Αυλόπορτα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: порта, врата, портата, вратата, врати
Μεταφράσεις: порта, врата, портата, вратата, врати