Αυλόπορτα στα λιθουανικά
Μετάφραση: αυλόπορτα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vartai, Gate, vartų, loginio elemento, loginių elementų
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυλόπορτα
αυτόματη αυλόπορτα, σιδερένια αυλόπορτα, αυλόπορτα τιμές, αυλόπορτα συρόμενη δίφυλλη επάλληλη, συρόμενη αυλόπορτα, αυλόπορτα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αυλόπορτα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αυλητής στα λιθουανικά - Piper, dūdmaišininkas, Kobziarz, Fajfer, Dudziarz
- αυλικός στα λιθουανικά - dvariškis, Dworzanin, Galminieks, Adorator, Dworek
- αυλός στα λιθουανικά - fleita, vamzdis, pypkė, vamzdynas, fleitai, flute, fleitos, ...
- αυνανισμός στα λιθουανικά - masturbacija, masturbation, masturbacijos, masturbaciją
Τυχαίες λέξεις
Αυλόπορτα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vartai, Gate, vartų, loginio elemento, loginių elementų
Μεταφράσεις: vartai, Gate, vartų, loginio elemento, loginių elementų