Αυλόπορτα στα τούρκικα
Μετάφραση: αυλόπορτα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kapı, Gate, kapısı, geçit, geçidi
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυλόπορτα
αυτόματη αυλόπορτα, σιδερένια αυλόπορτα, αυλόπορτα τιμές, αυλόπορτα συρόμενη δίφυλλη επάλληλη, συρόμενη αυλόπορτα, αυλόπορτα λεξικό γλώσσας τούρκικα, αυλόπορτα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- αυλητής στα τούρκικα - gaydacı, piper, kavalcısı, kavalcı
- αυλικός στα τούρκικα - saray mensubu, courtier, saray, saraylı, nedimleri
- αυλός στα τούρκικα - tüp, boru, flüt, flute, oluk, flütü, yiv
- αυνανισμός στα τούρκικα - mastürbasyon, Masturbasyon, masturbation
Τυχαίες λέξεις
Αυλόπορτα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kapı, Gate, kapısı, geçit, geçidi
Μεταφράσεις: kapı, Gate, kapısı, geçit, geçidi