Αυλόπορτα στα εσθονικά
Μετάφραση: αυλόπορτα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
värav, värava, gate, väravast, väravas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυλόπορτα
αυτόματη αυλόπορτα, σιδερένια αυλόπορτα, αυλόπορτα τιμές, αυλόπορτα συρόμενη δίφυλλη επάλληλη, συρόμενη αυλόπορτα, αυλόπορτα λεξικό γλώσσας εσθονικά, αυλόπορτα στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- αυλητής στα εσθονικά - flöödimängija, torupillimängija, piper, tellib, pillimängijale
- αυλικός στα εσθονικά - õukondlane, Courtier, hoovkondlane
- αυλός στα εσθονικά - soon, piip, puhkpill, uure, lõõr, flööt, flöödile, ...
- αυνανισμός στα εσθονικά - masturbeerimine, onanism, eneserahuldamine, masturbatsioon, Masturbation, masturbatsiooni, masturbaatio
Τυχαίες λέξεις
Αυλόπορτα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: värav, värava, gate, väravast, väravas
Μεταφράσεις: värav, värava, gate, väravast, väravas