Αυλόπορτα στα δανικά
Μετάφραση: αυλόπορτα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
låge, port, dør, gate, porten, indgangen, gaten
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυλόπορτα
αυτόματη αυλόπορτα, σιδερένια αυλόπορτα, αυλόπορτα τιμές, αυλόπορτα συρόμενη δίφυλλη επάλληλη, συρόμενη αυλόπορτα, αυλόπορτα λεξικό γλώσσας δανικά, αυλόπορτα στα δανικά
Μεταφράσεις
- αυλητής στα δανικά - piper, sækkepibespiller, fløjtespiller, Pipers
- αυλικός στα δανικά - hofmand, hofmanden, Hofmands, courtier
- αυλός στα δανικά - rør, pibe, fløjte, fløjten, flute, tværfløjte
- αυνανισμός στα δανικά - onani, masturbation, bedste af Onani, De bedste af Onani
Τυχαίες λέξεις
Αυλόπορτα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: låge, port, dør, gate, porten, indgangen, gaten
Μεταφράσεις: låge, port, dør, gate, porten, indgangen, gaten