Αυλόπορτα στα ολλανδικά
Μετάφραση: αυλόπορτα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
draaihek, poort, deur, gate, hek, de poort
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυλόπορτα
αυτόματη αυλόπορτα, σιδερένια αυλόπορτα, αυλόπορτα τιμές, αυλόπορτα συρόμενη δίφυλλη επάλληλη, συρόμενη αυλόπορτα, αυλόπορτα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αυλόπορτα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αυλητής στα ολλανδικά - doedelzakspeler, fluitspeler, Piper, pijper, rattenvanger
- αυλικός στα ολλανδικά - hoveling, courtier, hovelingen
- αυλός στα ολλανδικά - kanaal, steel, fluit, roer, leidingen, pijp, slang, ...
- αυνανισμός στα ολλανδικά - masturbatie, Masturbation, masturberen, zelfbevrediging
Τυχαίες λέξεις
Αυλόπορτα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: draaihek, poort, deur, gate, hek, de poort
Μεταφράσεις: draaihek, poort, deur, gate, hek, de poort