Γηγενής στα βουλγαρικά
Μετάφραση: γηγενής, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
присъщ, местен, местни, местното, местният
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γηγενής
γηγενής wikipedia, γηγενής συνώνυμο, άπας γηγενής, γηγενής ομιλητής, γηγενήσ ετυμολογία, γηγενής λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, γηγενής στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- γεύση στα βουλγαρικά - вкус, вкуса, на вкуса, вкусът
- γη στα βουλγαρικά - земя, почва, Земя, пръст, земята, Earth
- για στα βουλγαρικά - почти, за, на, по, от
- γιαγιά στα βουλγαρικά - баба, на баба, бабата, бабата на
Τυχαίες λέξεις
Γηγενής στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: присъщ, местен, местни, местното, местният
Μεταφράσεις: присъщ, местен, местни, местното, местният