Γηγενής στα ουγγρικά

Μετάφραση: γηγενής, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bennszülött, őshonos, belföldi, őslakos, hazai
Γηγενής στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γηγενής

γηγενής wikipedia, γηγενής συνώνυμο, άπας γηγενής, γηγενής ομιλητής, γηγενήσ ετυμολογία, γηγενής λεξικό γλώσσας ουγγρικά, γηγενής στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • γεύση στα ουγγρικά - légkör, íz, megízlelés, ízlelés, ízlés, íze, ízét, ...
  • γη στα ουγγρικά - földelés, föld, talaj, földön, földet, földre, a föld
  • για στα ουγγρικά - körös-körül, mert, a, az, számára, irányuló
  • γιαγιά στα ουγγρικά - nagyanya, nagymama, nagyanyja, nagymamám, nagymamája, nagyanyám
Τυχαίες λέξεις
Γηγενής στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: bennszülött, őshonos, belföldi, őslakos, hazai