Γηγενής στα ισλανδικά
Μετάφραση: γηγενής, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
frumbyggja, frumbyggjar, heimamanna, innfæddur
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γηγενής
γηγενής wikipedia, γηγενής συνώνυμο, άπας γηγενής, γηγενής ομιλητής, γηγενήσ ετυμολογία, γηγενής λεξικό γλώσσας ισλανδικά, γηγενής στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- γεύση στα ισλανδικά - bragð, bragða, bergja, bragðið, smekk, bragði, smakka
- γη στα ισλανδικά - ástæða, jörð, land, jarðvegur, jörðin, jarðar, jörðinni, ...
- για στα ισλανδικά - umhverfis, fyrir, um, handa, til, að, í
- γιαγιά στα ισλανδικά - amma, ömmu, amman, að amma
Τυχαίες λέξεις
Γηγενής στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: frumbyggja, frumbyggjar, heimamanna, innfæddur
Μεταφράσεις: frumbyggja, frumbyggjar, heimamanna, innfæddur