Γηγενής στα ιταλικά

Μετάφραση: γηγενής, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
autoctono, aborigeno, indigeno, indigena, indigeni, indigene, autoctona
Γηγενής στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γηγενής

γηγενής wikipedia, γηγενής συνώνυμο, άπας γηγενής, γηγενής ομιλητής, γηγενήσ ετυμολογία, γηγενής λεξικό γλώσσας ιταλικά, γηγενής στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • γεύση στα ιταλικά - gustare, assaporare, gusto, sapore, degustare, assaggiare, costare, ...
  • γη στα ιταλικά - motivo, suolo, base, fondo, mondo, paese, terreno, ...
  • για στα ιταλικά - per, durante, intorno, quasi, attorno, siccome, perché, ...
  • γιαγιά στα ιταλικά - nonna, la nonna, della nonna
Τυχαίες λέξεις
Γηγενής στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: autoctono, aborigeno, indigeno, indigena, indigeni, indigene, autoctona