Δαγκώνω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: δαγκώνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
хапя, хапят, ухапе, хапе, ухапване
Δαγκώνω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δαγκώνω

τον δαγκώνω, δαγκώνω τη λαμαρίνα, δαγκώνω τα χείλη, δαγκώνω στα γαλλικά, δαγκώνω ονειροκρίτης, δαγκώνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δαγκώνω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • δίψα στα βουλγαρικά - жажда, жаждата, от жажда, жадуват
  • δαίμονας στα βουλγαρικά - демон, демони, демона, бяс
  • δακτυλίδι στα βουλγαρικά - пръстен, пръстена, пръстенна, пръстенен
  • δακτυλογραφώ στα βουλγαρικά - тип, пиша на пишеща машина
Τυχαίες λέξεις
Δαγκώνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: хапя, хапят, ухапе, хапе, ухапване