Δαγκώνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: δαγκώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
rilhar, morder, mordida, mordem, mordê, morda
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δαγκώνω
τον δαγκώνω, δαγκώνω τη λαμαρίνα, δαγκώνω τα χείλη, δαγκώνω στα γαλλικά, δαγκώνω ονειροκρίτης, δαγκώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δαγκώνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- δίψα στα πορτογαλικά - sede, thirst, a sede, da sede, de sede
- δαίμονας στα πορτογαλικά - demônio, demónio, demon, demônios, demoníaca
- δακτυλίδι στα πορτογαλικά - grupo, bando, argola, facção, repercutir, cáfila, chamar, ...
- δακτυλογραφώ στα πορτογαλικά - tipo, duzentos, dactilografar, datilografar, typewrite, máquina de escrever, passar à máquina
Τυχαίες λέξεις
Δαγκώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: rilhar, morder, mordida, mordem, mordê, morda
Μεταφράσεις: rilhar, morder, mordida, mordem, mordê, morda