Δαγκώνω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: δαγκώνω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
гризат, залак, гризне, касне, гризнам
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δαγκώνω
τον δαγκώνω, δαγκώνω τη λαμαρίνα, δαγκώνω τα χείλη, δαγκώνω στα γαλλικά, δαγκώνω ονειροκρίτης, δαγκώνω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, δαγκώνω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- δίψα στα σλαβομακεδονικά - жед, жедта, со жед, жажда, за жед
- δαίμονας στα σλαβομακεδονικά - ѓавол, демонот, демон, демони, демонот го
- δακτυλίδι στα σλαβομακεδονικά - прстенот, прстен, ринг, прстенест, прстенести
- δακτυλογραφώ στα σλαβομακεδονικά - typewrite
Τυχαίες λέξεις
Δαγκώνω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: гризат, залак, гризне, касне, гризнам
Μεταφράσεις: гризат, залак, гризне, касне, гризнам