Δαγκώνω στα δανικά

Μετάφραση: δαγκώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bide, bid, bider, at bide, bite
Δαγκώνω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δαγκώνω

τον δαγκώνω, δαγκώνω τη λαμαρίνα, δαγκώνω τα χείλη, δαγκώνω στα γαλλικά, δαγκώνω ονειροκρίτης, δαγκώνω λεξικό γλώσσας δανικά, δαγκώνω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • δίψα στα δανικά - tørst, tørsten, tørste, tørster
  • δαίμονας στα δανικά - djævel, dæmon, demon, dæmonen, Djævelen
  • δακτυλίδι στα δανικά - opkald, telefonere, ring, ringe, ringen, kogeplader
  • δακτυλογραφώ στα δανικά - skrift, type, slags, typewrite
Τυχαίες λέξεις
Δαγκώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bide, bid, bider, at bide, bite