Δαγκώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: δαγκώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beitsen, happen, beet, knauwen, bijten, bijt, te bijten, hap
Δαγκώνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δαγκώνω

τον δαγκώνω, δαγκώνω τη λαμαρίνα, δαγκώνω τα χείλη, δαγκώνω στα γαλλικά, δαγκώνω ονειροκρίτης, δαγκώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δαγκώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • δίψα στα ολλανδικά - dorst, de dorst, dorst te, dorsten, honger
  • δαίμονας στα ολλανδικά - duivel, demon, demonen, demonische, demoon
  • δακτυλίδι στα ολλανδικά - opbellen, beugel, ring, wal, schare, roepen, troep, ...
  • δακτυλογραφώ στα ολλανδικά - drukletter, tikken, schrijfmachine, typewrite
Τυχαίες λέξεις
Δαγκώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beitsen, happen, beet, knauwen, bijten, bijt, te bijten, hap