Δαγκώνω στα λιθουανικά

Μετάφραση: δαγκώνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kąsti, įkandimas, įkąsti, Užkandote, įkandimo, bite
Δαγκώνω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δαγκώνω

τον δαγκώνω, δαγκώνω τη λαμαρίνα, δαγκώνω τα χείλη, δαγκώνω στα γαλλικά, δαγκώνω ονειροκρίτης, δαγκώνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, δαγκώνω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • δίψα στα λιθουανικά - troškulys, troškulį, troškimas, trokšta, troškulio
  • δαίμονας στα λιθουανικά - velnias, šėtonas, demonas, Demon, demoną, demoniškas
  • δακτυλίδι στα λιθουανικά - žiedas, gauja, žiedo, žiedą, žiedinių
  • δακτυλογραφώ στα λιθουανικά - rūšis, tipas, Spausdinti mašinėle, Rašyti ant mašinų, Rašyti ant
Τυχαίες λέξεις
Δαγκώνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kąsti, įkandimas, įkąsti, Užkandote, įkandimo, bite