Δαγκώνω στα τούρκικα
Μετάφραση: δαγκώνω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ısırmak, lokma, ısırık, ısırmaya, bite
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δαγκώνω
τον δαγκώνω, δαγκώνω τη λαμαρίνα, δαγκώνω τα χείλη, δαγκώνω στα γαλλικά, δαγκώνω ονειροκρίτης, δαγκώνω λεξικό γλώσσας τούρκικα, δαγκώνω στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- δίψα στα τούρκικα - susuzluk, susama, thirst, susuzluğu, susuzluğunu
- δαίμονας στα τούρκικα - şeytan, iblis, demon, iblisi, bir iblis
- δακτυλίδι στα τούρκικα - halka, takım, çember, ring, çete, yüzük, seslenmek, ...
- δακτυλογραφώ στα τούρκικα - tür, tip, çeşit, cins, daktilo ile yazmak, daktiloda yazmak, typewrite, ...
Τυχαίες λέξεις
Δαγκώνω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: ısırmak, lokma, ısırık, ısırmaya, bite
Μεταφράσεις: ısırmak, lokma, ısırık, ısırmaya, bite