Δασμοί στα βουλγαρικά
Μετάφραση: δασμοί, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
тарифа, задължения, мита, задълженията, сборове, митата
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δασμοί
δασμοί εισαγωγών από αμερική, δασμοί αυτοκινήτων, δασμοί εισαγωγής από κίνα, δασμοί αντιντάμπινγκ, δασμοί μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, δασμοί λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, δασμοί στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- δαπανηρός στα βουλγαρικά - скъп, скъпо, скъпа, скъпоструваща, скъпоструващо
- δασκάλα στα βουλγαρικά - учител, преподавател, учителите, на учителите, на учители
- δασμολόγιο στα βουλγαρικά - тарифа, тарифна, тарифната, тарифно, тарифен
- δασοκομία στα βουλγαρικά - лесовъдство, горското стопанство, горското, горско стопанство, горския
Τυχαίες λέξεις
Δασμοί στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: тарифа, задължения, мита, задълженията, сборове, митата
Μεταφράσεις: тарифа, задължения, мита, задълженията, сборове, митата