Δασμοί στα τσεχικά

Μετάφραση: δασμοί, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
poplatek, provoz, povinnost, služba, dávka, závazek, funkce, clo, povinnosti, cla, cel, úkoly
Δασμοί στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δασμοί

δασμοί εισαγωγών από αμερική, δασμοί αυτοκινήτων, δασμοί εισαγωγής από κίνα, δασμοί αντιντάμπινγκ, δασμοί μεταχειρισμένων αυτοκινήτων, δασμοί λεξικό γλώσσας τσεχικά, δασμοί στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • δαπανηρός στα τσεχικά - drahý, drahocenný, nákladný, vzácný, nákladné, nákladná, nákladnější, ...
  • δασκάλα στα τσεχικά - instruktor, učitel, cvičitel, profesor, učitelka, učitele, učitelů, ...
  • δασμολόγιο στα τσεχικά - clo, sazba, sazebník, tarif, tarifní, sazebním zařazení zboží
  • δασοκομία στα τσεχικά - lesnictví, lesní, lesnické, lesního hospodářství, lesního
Τυχαίες λέξεις
Δασμοί στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: poplatek, provoz, povinnost, služba, dávka, závazek, funkce, clo, povinnosti, cla, cel, úkoly