Διαπερνώ στα βουλγαρικά
Μετάφραση: διαπερνώ, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
проникне, проникнат, проникват, прониква, да проникне
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπερνώ
διερευνώ συνώνυμα, διαπερνώ συνωνυμα, διαπερνώ συνώνυμο, διαπερνώ λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, διαπερνώ στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- διαπεραστικός στα βουλγαρικά - писклив, пронизителен, остър, пронизително, рязък
- διαπερατότητα στα βουλγαρικά - пропускливост, пропускливостта, проницаемост, пермеабилитет, пропускливостта на
- διαπιστεύω στα βουλγαρικά - приписвам, акредитирам, потвърждавам, утвърждавам, признавам
- διαπιστώνω στα βουλγαρικά - забележка, бележка, нота, внимание, за сведение
Τυχαίες λέξεις
Διαπερνώ στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: проникне, проникнат, проникват, прониква, да проникне
Μεταφράσεις: проникне, проникнат, проникват, прониква, да проникне