Διαπερνώ στα λιθουανικά
Μετάφραση: διαπερνώ, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
skverbtis, prasiskverbti, įsiskverbti, įsiskverbia, įsiskverbti į
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπερνώ
διερευνώ συνώνυμα, διαπερνώ συνωνυμα, διαπερνώ συνώνυμο, διαπερνώ λεξικό γλώσσας λιθουανικά, διαπερνώ στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- διαπεραστικός στα λιθουανικά - veriamas, nuskambėti, rėksmingas, aštrus, spiegiamas
- διαπερατότητα στα λιθουανικά - pralaidumas, laidumas, pralaidumą, pralaidumo, skvarba
- διαπιστεύω στα λιθουανικά - akredituoti, akredituoja, pripažinti, akredituotų
- διαπιστώνω στα λιθουανικά - pastaba, pastabą, pastaboje, pažyma, užrašas
Τυχαίες λέξεις
Διαπερνώ στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: skverbtis, prasiskverbti, įsiskverbti, įsiskverbia, įsiskverbti į
Μεταφράσεις: skverbtis, prasiskverbti, įsiskverbti, įsiskverbia, įsiskverbti į