Διαπερνώ στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: διαπερνώ, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
проникне, продираат, навлезат, да навлезат, навлегуваат
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διαπερνώ
διερευνώ συνώνυμα, διαπερνώ συνωνυμα, διαπερνώ συνώνυμο, διαπερνώ λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, διαπερνώ στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- διαπεραστικός στα σλαβομακεδονικά - писклив, на неверојатно остар, неверојатно остар, слушна силна
- διαπερατότητα στα σλαβομακεδονικά - пропустливост, пермеабилност, пропустливоста, мекоста, пропустливост на
- διαπιστεύω στα σλαβομακεδονικά - акредитира, акредитираат, акредитација, го акредитира, ги акредитираат
- διαπιστώνω στα σλαβομακεδονικά - Забелешка, белешка, нота, белешката, предвид
Τυχαίες λέξεις
Διαπερνώ στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: проникне, продираат, навлезат, да навлезат, навлегуваат
Μεταφράσεις: проникне, продираат, навлезат, да навлезат, навлегуваат