Εγκρίνω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: εγκρίνω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
одобрявам, одобрява, одобри, да одобри, одобряват
Εγκρίνω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκρίνω

εγκρίνω χρόνοι, εγκρίνω κλίση, εγκρίνω χρονικη αντικατασταση, εγκρίνω μετάφραση, εγκρίνω english, εγκρίνω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, εγκρίνω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • εγκοπή στα βουλγαρικά - прорез, щръбка, ниво, степен, първокласен
  • εγκράτεια στα βουλγαρικά - въздържание, въздържаност, умереност, себеобуздание, умереността
  • εγκρατής στα βουλγαρικά - трезвен, умерен, въздържатели, абстинентния, въздържание
  • εγκυμοσύνη στα βουλγαρικά - бременност, бременността, на бременност, на бременността
Τυχαίες λέξεις
Εγκρίνω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: одобрявам, одобрява, одобри, да одобри, одобряват