Εγκρίνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: εγκρίνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
beamen, goedkeuren, billijken, keuren, goed te keuren, goedkeuring, te keuren
Εγκρίνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγκρίνω

εγκρίνω χρόνοι, εγκρίνω κλίση, εγκρίνω χρονικη αντικατασταση, εγκρίνω μετάφραση, εγκρίνω english, εγκρίνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εγκρίνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εγκοπή στα ολλανδικά - afkraken, inkeping, keep, notch, eersteklas, uitsparing
  • εγκράτεια στα ολλανδικά - abstinentie, matigheid, geheelonthouding, Temperance, Matiging, zelfbeheersing, gematigdheid
  • εγκρατής στα ολλανδικά - gematigd, sober, matig, nuchter, bezadigd, stemmig, abstinent, ...
  • εγκυμοσύνη στα ολλανδικά - zwangerschap, de zwangerschap, zwanger, zwangerschap te
Τυχαίες λέξεις
Εγκρίνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: beamen, goedkeuren, billijken, keuren, goed te keuren, goedkeuring, te keuren