Εγκρίνω στα ουγγρικά
Μετάφραση: εγκρίνω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
jóváhagy, jóváhagyja, hagyja jóvá, jóváhagyása, jóvá
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκρίνω
εγκρίνω χρόνοι, εγκρίνω κλίση, εγκρίνω χρονικη αντικατασταση, εγκρίνω μετάφραση, εγκρίνω english, εγκρίνω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, εγκρίνω στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- εγκοπή στα ουγγρικά - csórás, dutyi, jard, megfújás, bemetszés, rovátka, remek, ...
- εγκράτεια στα ουγγρικά - absztinencia, mértékletesség, önmegtartóztatásról, mértékletességi, a mértékletesség, mértékletességet
- εγκρατής στα ουγγρικά - önmegtartóztató, absztinens, absztinensek, gyógyult, az absztinens
- εγκυμοσύνη στα ουγγρικά - tartalmasság, terhesség, a terhesség, terhességi, terhességet, terhességgel
Τυχαίες λέξεις
Εγκρίνω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: jóváhagy, jóváhagyja, hagyja jóvá, jóváhagyása, jóvá
Μεταφράσεις: jóváhagy, jóváhagyja, hagyja jóvá, jóváhagyása, jóvá