Εγκρίνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: εγκρίνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aprovar, sancionar, aprova, aprove, aprovará, aprovam
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκρίνω
εγκρίνω χρόνοι, εγκρίνω κλίση, εγκρίνω χρονικη αντικατασταση, εγκρίνω μετάφραση, εγκρίνω english, εγκρίνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, εγκρίνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- εγκοπή στα πορτογαλικά - inclinar, golpear, entalhe, nível, notch, ranhura, incisura
- εγκράτεια στα πορτογαλικά - abstinência, temperança, a temperança, moderação, da temperança, de temperança
- εγκρατής στα πορτογαλικά - comedido, sóbrio, abstémio, parco, abstinente, abstinentes, abstinência, ...
- εγκυμοσύνη στα πορτογαλικά - gravidez, a gravidez, gestação, da gravidez, a gestação
Τυχαίες λέξεις
Εγκρίνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aprovar, sancionar, aprova, aprove, aprovará, aprovam
Μεταφράσεις: aprovar, sancionar, aprova, aprove, aprovará, aprovam