Εγκρίνω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: εγκρίνω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
одобруваат, одобри, одобрува, го одобри, да одобри
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκρίνω
εγκρίνω χρόνοι, εγκρίνω κλίση, εγκρίνω χρονικη αντικατασταση, εγκρίνω μετάφραση, εγκρίνω english, εγκρίνω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, εγκρίνω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- εγκοπή στα σλαβομακεδονικά - изрез, Бразда, засек, рецка, клисура
- εγκράτεια στα σλαβομακεδονικά - воздржаност, умереност, умереноста, воздржување, за воздржување
- εγκρατής στα σλαβομακεδονικά - воздржувале, апстинираат, се воздржувале, воздржувале од, се воздржувале од
- εγκυμοσύνη στα σλαβομακεδονικά - бременост, бременоста, на бременоста, на бременост
Τυχαίες λέξεις
Εγκρίνω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: одобруваат, одобри, одобрува, го одобри, да одобри
Μεταφράσεις: одобруваат, одобри, одобрува, го одобри, да одобри