Εγκρίνω στα λιθουανικά
Μετάφραση: εγκρίνω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
patvirtinti, tvirtina, patvirtina, tvirtinti, pritarti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγκρίνω
εγκρίνω χρόνοι, εγκρίνω κλίση, εγκρίνω χρονικη αντικατασταση, εγκρίνω μετάφραση, εγκρίνω english, εγκρίνω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εγκρίνω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εγκοπή στα λιθουανικά - išpjova, griovelis, įpjova, įranta, įkarpa
- εγκράτεια στα λιθουανικά - abstinencija, santūrumas, blaivybės, blaivybė, saikingumas, blaivybę
- εγκρατής στα λιθουανικά - blaivus, Niepijący, Susilaikyti, abstinentas, Abstynent
- εγκυμοσύνη στα λιθουανικά - nėštumas, nėštumo, nėštumą, laikotarpis Nėštumas, nėštumu
Τυχαίες λέξεις
Εγκρίνω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: patvirtinti, tvirtina, patvirtina, tvirtinti, pritarti
Μεταφράσεις: patvirtinti, tvirtina, patvirtina, tvirtinti, pritarti